ἐγγεγραμμένας — ἐγγεγραμμένᾱς , ἐγγράφω make incisions into perf part mp fem acc pl ἐγγεγραμμένᾱς , ἐγγράφω make incisions into perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγγεγραμμένα — ἀγγεγραμμένα , ἀναγράφω engrave and set up publicly perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀγγεγραμμένᾱ , ἀναγράφω engrave and set up publicly perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀγγεγραμμένᾱ , ἀναγράφω engrave and set up publicly perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγγεγραμμέν' — ἀγγεγραμμένα , ἀναγράφω engrave and set up publicly perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀγγεγραμμένε , ἀναγράφω engrave and set up publicly perf part mp masc voc sg ἀγγεγραμμέναι , ἀναγράφω engrave and set up publicly perf part mp fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
ἐγγεγραμμέναι — ἐγγράφω make incisions into perf part mp fem nom/voc pl ἐγγεγραμμένᾱͅ , ἐγγράφω make incisions into perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)